- επιθαλάσσιος
- ος и ία , ον приморский, прибрежный;
§ επιθαλάσσιος αρωγή юр. — помощь судну, попавшему в аварию
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
§ επιθαλάσσιος αρωγή юр. — помощь судну, попавшему в аварию
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἐπιθαλάσσιος — lying masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιθαλάσσιος — α, ο (AM ἐπιθαλάσσιος και ἐπιθαλάττιος, α, ον και ος, ον) παραθαλάσσιος, παράκτιος αρχ. ναυτικός, θαλασσινός … Dictionary of Greek
ἐπιθαλασσίων — ἐπιθαλάσσιος lying fem gen pl ἐπιθαλάσσιος lying masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιθαλαττίων — ἐπιθαλάσσιος lying fem gen pl (attic) ἐπιθαλάσσιος lying masc/neut gen pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιθαλάσσιον — ἐπιθαλάσσιος lying masc acc sg ἐπιθαλάσσιος lying neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιθαλάττιον — ἐπιθαλάσσιος lying masc acc sg (attic) ἐπιθαλάσσιος lying neut nom/voc/acc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιθαλασσίοις — ἐπιθαλάσσιος lying masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιθαλασσίου — ἐπιθαλάσσιος lying masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιθαλασσίους — ἐπιθαλάσσιος lying masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιθαλασσίῳ — ἐπιθαλάσσιος lying masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιθαλαττίοις — ἐπιθαλάσσιος lying masc/neut dat pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)